κρωσσός

κρωσσός
κρωσσός, ,
A water-pail, pitcher, mostly in pl., A.Fr.96 (anap.), S. OC478, E.Ion1173, Cyc.89: in sg., Theoc.13.46.
2 cinerary urn,

πένθιμε κρωσσέ Erinn.5

, cf. Mosch.4.34: also fem.,

με . . ὀλίγη ἐκρύψατο κ. Epigr.Gr.697a

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρωσσός — κρωσσός, ὁ (Α) 1. υδροφόρο αγγείο, στάμνα, υδρία, λαγήνα («ὁ κοῡρος ἐπεῑχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσὸν βάψαι ἐπειγόμενος», Θεόκρ.) 2. τεφροδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεσογειακό δάνειο. Κατ άλλους είναι δάνεια λ. γερμανικής ή… …   Dictionary of Greek

  • κρωσσός — water pail masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖο — κρωσσός water pail masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖς — κρωσσός water pail masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖσι — κρωσσός water pail masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖσιν — κρωσσός water pail masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοί — κρωσσός water pail masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῦ — κρωσσός water pail masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσούς — κρωσσός water pail masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσέ — κρωσσός water pail masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσῶν — κρωσσός water pail masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”